τετράχρονος

τετράχρονος
η , ο [ος , ον ]
1) четырёхлетний; 2) тех четырёхтактный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τετράχρονος" в других словарях:

  • τετράχρονος — containing four time units masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράχρονος — η, ο / τετράχρονος, ον, ΝΑ (μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους») νεοελλ. 1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί») 2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη… …   Dictionary of Greek

  • τετράχρονος — η, ο 1. (για μηχανές), αυτός που εκτελεί σε τέσσερις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Τετράχρονο αγόρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράχρονον — τετράχρονος containing four time units masc/fem acc sg τετράχρονος containing four time units neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχρόνοις — τετράχρονος containing four time units masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχρόνου — τετράχρονος containing four time units masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχρόνους — τετράχρονος containing four time units masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχρόνων — τετράχρονος containing four time units masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράχρονοι — τετράχρονος containing four time units masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»